- ποικίλος
- ποικίλοςmany-colouredmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο διάφορος, πολύμορφος: Στον κήπο μας έχουμε ποικίλα άνθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποικιλώτερον — ποικίλος many coloured adverbial comp ποικίλος many coloured masc acc comp sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλα — ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc pl ποικίλᾱ , ποικίλος many coloured fem nom/voc/acc dual ποικίλᾱ , ποικίλος many coloured fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλωτάτων — ποικίλος many coloured fem gen superl pl ποικίλος many coloured masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλωτέραις — ποικίλος many coloured fem dat comp pl ποικιλωτέρᾱͅς , ποικίλος many coloured fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλωτέρων — ποικίλος many coloured fem gen comp pl ποικίλος many coloured masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλώτατα — ποικίλος many coloured adverbial superl ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλώτατον — ποικίλος many coloured masc acc superl sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλον — ποικίλος many coloured masc acc sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)